ανθρωπολόγος

ανθρωπολόγος
anthropologue

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ἀνθρωπολόγος — speaking of man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπολόγος — ο (Α ἀνθρωπολόγος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ανθρωπολογία αρχ. αυτός που μιλά πολύ και με ευχαρίστηση για ανθρώπους, αυτός που απολαμβάνει τη συζήτηση με τους συνανθρώπους του …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολόγος — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με την ανθρωπολογία: Ένας από τους μεγαλύτερους ανθρωπολόγους ήταν ο Γάλλος Μπροκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • γιγαντοπίθηκος — (gigantopithecus blackii). Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος της Ασίας, που χρονολογείται από το πλειστόκαινο. Ελάχιστα λείψανά του έχουν βρεθεί, κυρίως τρία δόντια (τραπεζίτες) που ανακάλυψε ο ανθρωπολόγος φον Κένιχσβαλντ κοντά στο Χονγκ Κονγκ… …   Dictionary of Greek

  • Λίντον, Ραλφ — (Ralph Linton, Φιλαδέλφεια 1893 – Νιου Χέιβεν 1953). Αμερικανός ανθρωπολόγος. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στα πανεπιστήμια του Γουισκόνσιν και του Γέιλ, έλαβε μέρος σε πολλές επιστημονικές αποστολές, στη Μαδαγασκάρη, στη νότια Αφρική και… …   Dictionary of Greek

  • antropólogo — ► sustantivo ANTROPOLOGÍA Persona dedicada al estudio del hombre y su evolución cultural. * * * antropólogo, a n. Científico que se dedica a la antropología. * * * antropólogo, ga. (Del gr. ἀνθρωπολόγος). m. y f. Persona que profesa la… …   Enciclopedia Universal

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κρανιοσκόπος — ο, η ανθρωπολόγος που μελετά τα χαρακτηριστικά τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopist < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”